αναφλογιζω

αναφλογιζω
    ἀναφλογίζω
    ἀνα-φλογίζω
    Anth. = ἀναφλέγω См. αναφλεγω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναφλογιζω" в других словарях:

  • αναφλογίζω — (Α ἀναφλογίζω) αναφλέγω, ανάβω, κάνω να βγει νέα φλόγα …   Dictionary of Greek

  • αναφλογίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, εκθέτω κάτι ξανά στη φλόγα, εξάπτω, ερεθίζω: Με τη σύντομη ομιλία του ζήτησε να αναφλογίσει τα πατριωτικά τους αισθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναφλογίσαι — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφλόγισεν — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»